2/1/18


Εφηβικό σύνδρομο Hikikomori


Τα ενήλικα παιδιά χαμηλής λειτουργικότητας που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους γονείς τους είναι ένα αυξανόμενο φαινόμενο σε πολλά μέρη του κόσμου. Το φαινόμενο έχει έρθει στη δημόσια σφαίρα με το όνομα «Failure to Launch», από μια ταινία με τον ίδιο τίτλο (ελλ. μτφρ «30αρης από σπίτι», 2006, παίζουν οι Μ.McConaughey, S.J. Parker) όπου οι γονείς προσλαμβάνουν μια “ειδικό των ανθρώπινων σχέσεων” για να δελεάσουν τον 35χρονο γιό τους να φύγει από το πολύ βολικό πατρικό τους και να οδεύσει προς την ανεξαρτησία του.
Η τάση αυτή αντικατοπτρίζεται στην επινόηση πολλών ειδικών λέξεων για να περιγραφεί η κατάσταση: στην Ιαπωνία ονομάζονται “Hikikomori” (Malagon, 2010), στην Ιταλία “Bamboccioni”, στη Γερμανία και τη Γαλλία “Σύνδρομο Tanguy” (Janne, 2007), και στην Αγγλία (Finlay, 2010) “NEET” (Νot in Εmployment, Εducation, or Τraining)(=όχι σε απασχόληση, εκπαίδευση ή μαθητεία) ή “Kippers” (kids in parents pockets eroding retirement savings)(=παιδιά που τρώνε τις συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις των γονιών τους). Στον Καναδά, έχουν ονομαστεί “παιδιά Boomerang” (Ravanera, Rajulton, & Burch, 1995; Settersten, Furstenberg, & Rumbaut, 2005), στην Αυστρία “Mamma’s Hotel Children” (=τα παιδιά του ξενοδοχείου της μαμάς), και στη Ν. Κορέα, είναι γνωστά ως “καγκουρό.” Στις ΗΠΑ, έχουν δοθεί διάφορα ονόματα στο φαινόμενο όπως το «σύνδρομο της γεμάτης φωλιάς» (Schnaiberg & Goldenberg, 1989; White, 1994) και “ILYA” (incompletely launched young adult)(=νεαρός ενήλικας με ατελές ξεκίνημα).
Στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, πάνω από τους μισούς νεαρούς ενήλικες ζουν τώρα με τους γονείς τους (Giuliano, 2007). Στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Β. Αμερική, τα ποσοστά είναι σημαντικά υψηλότερα σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες (Berrington, Stone, & Falkingham, 2009; Settersten et al., 2005), και στην Ιαπωνία, υπολογίζεται ότι υπάρχουν εκατομμύρια αυτό-απομονωμένοι και εξαρτημένοι ενήλικες που έχουν εγείρει σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές έγνοιες (Teo, 2010).
Η προσωρινή παραμονή στο σπίτι και η οικονομική βοήθεια από τους γονείς μπορεί να είναι μια κανονιστική φάση που επιτρέπει στο νεαρό άτομο να βρει το δρόμο ζωής του. Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, η μετάβαση σε πλήρως αυτόνομη λειτουργία δεν συμβαίνει ή αναστρέφεται μετά από μια προσπάθεια ανεξαρτησίας που εγκαταλείπεται (Goldscheider & Goldscheider, 1998, 1999), που οδηγεί σε χρόνια εξάρτηση από την γονεϊκή υποστήριξη. Παράλληλα με ατομικά ή οικογενειακά χαρακτηριστικά, ένας αριθμός κοινωνικοπολιτισμικών παραγόντων μπορεί να συμβάλλουν στην διεύρυνση των υπερβολικά εξαρτώμενων ενηλίκων παιδιών: (1) η επιμήκυνση της εφηβείας στη σύγχρονη κοινωνία ως περιόδου αναζήτησης προσωπικής, επαγγελματικής και κοινωνικής ταυτότητας δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία είναι όλο και λιγότερο σαφές πότε αναμένεται από το νεαρό άτομο να λειτουργήσει ανεξάρτητα (Arnett, 2007)· (2) η πεποίθηση ότι το κάθε άτομο θα πρέπει να βρει μια καριέρα η οποία ταιριάζει απόλυτα στην προσωπικότητά του εξιδανικεύει το δικαίωμα προσωπικής αναζήτησης που μπορεί ανά περιόδους να φαίνεται ατελείωτη (Collin & Young, 2000; Twenge, 2006)· (3) η μείωση της παραδοσιακής γονεϊκής αυθεντίας καθιστά τους γονείς λιγότερο ικανούς να θέτουν απαιτήσεις και όρια (Omer, 2011)· και (4) η εξάπλωση της τεχνολογίας των Η/Υ παρουσιάζει στους ανθρώπους μια πρόκληση ψηφιακής ζωής που ικανοποιεί τις ανάγκες τους για διασκέδαση και απασχόληση χωρίς να τους εκθέτει στην φθορά τους «πραγματικού κόσμου» (Shaw & Black, 2008).
Η ευμάρεια του δυτικού κόσμου μπορεί να επιτρέπει σε μερικές οικογένειες να υποστηρίζουν ενήλικες που δεν εργάζονται χωρίς να βιώνουν σημαντικό οικονομικό βάρος, αλλά η έρευνα έχει δείξει ότι οι γονείς υψηλότερου κοινωνικο-οικονομικού στάτους εκφράζουν μεγαλύτερα επίπεδα απογοήτευσης (dissatisfaction) με την κατάσταση, ίσως επειδή διατηρούν υψηλότερες προσδοκίες για ανεξάρτητη οικονομική επιτυχία (Aquilino, 1990). Αν και παράγοντες συγκεκριμένοι σε κάθε κουλτούρα πιθανώς επηρεάζουν τις στάσεις έναντι της παραμονής στο σπίτι, από τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν πιο πάνω φαίνεται ότι και οι κολλεκτιβιστικές κοινωνίες που δίνουν έμφαση στους ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς και οι ατομικιστικές που δίνουν έμφαση στην προσωπική επιλογή στην ανάπτυξη σταδιοδρομίας ενθαρρύνουν την εξάρτηση στο σημερινό κόσμο.
Τα διαγνωστικά χαρακτηριστικά των εξαρτημένων ενηλίκων διαφέρουν μάλλον αρκετά. Μπορεί να υποφέρουν από κοινωνική φοβία, ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή (OCD), κατάθλιψη, διαταραχή συμπεριφοράς, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής- υπερκινητικότητα (ΔΕΠ/Υ), μαθησιακές δυσκολίες, ή τίποτα από τα παραπάνω. Τα γονεϊκά παράπονα, από την άλλη, είναι συχνά αρκετά παρόμοια, και συχνά περιλαμβάνουν τη σχολική εγκατάλειψη, την αποφυγή εργασίας, τις απαιτήσεις χρημάτων και άλλων εξυπηρετήσεων, το λιώσιμο στον υπολογιστή, και αντιστροφή του κύκλου μέρας-νύχτας.
Αναφερόμαστε σε αυτή την συνθήκη με τον όρο adult entitled dependence (AED) (=εξάρτηση των λεγόμενων ενηλίκων). Είναι μια χρόνια συνθήκη που περιλαμβάνει ένα δυσλειτουργικό ενήλικο γόνο και τουλάχιστον ένα γονιό που διευκολύνει αυτό το πρότυπο εξάρτησης παρέχοντας εξυπηρετήσεις που είναι ανακόλουθες με την ηλικία.
Η AED διακρίνεται από την απλή διαβίωση με τους γονείς ή με την απόλαυση της υποστήριξής τους όπως είναι ευρύτατα αποδεκτή σε πολλές κουλτούρες, και χαρακτηρίζεται από απομειωμένη λειτουργικότητα και από γονεϊκές υπηρεσίες που είναι πέρα από τον κανόνα για τη συγκεκριμένη κουλτούρα.
Η οικογένεια συχνά φαίνεται να έχει πέσει σε ένα φαύλο κύκλο όπου οι ίδιες οι προσπάθειες από τον εξαρτώμενο ενήλικο ή τους γονείς του να άρουν την κατάσταση στην πραγματικότητα την επιδεινώνουν. Ο πίνακας δίνει παράδειγμα αυτών των βρόγχων:
Παραδείγματα Αμοιβαία Ενισχυόμενης Εξαρτημένης Συμπεριφοράς και Συμπεριφοράς Διευκόλυνσης
Εξαρτημένη ΣυμπεριφοράΣυμπεριφορά Διευκόλυνσης
Ρητές ή άρρητες απαιτήσεις για χρήματα, αγαθά ή υπηρεσίεςΠαροχή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών 
Απαίτηση για συνεχή καθησύχασηΠαροχή συνεχούς καθησύχασης
Επιθετικότητα και ΘυματοποίησηΥποβολή σε Επιθετικότητα και Θυματοποίηση
ΚατηγορίεςΑίσθημα και έκφραση ενοχής
Χρήση των γονιών ως ενδιάμεσων και διαμεσολαβητών της επικοινωνίας με τον έξω κόσμοΠαροχή επικοινωνιακών και άλλων δεσμών με την εξωτερική πραγματικότητα
Διατήρηση μιας παράδοξης, «παρούσας αλλά αποξενωμένης» στάσης έναντι των γονέων: «είμαι εδώ όλη την ώρα αλλά θα μειώσω την επαφή στο ελάχιστο»Αποδοχή της πρακτικής τους εξαρτώμενοι ενώ αποφεύγεται η επαφή

Για παράδειγμα, μπορεί να ανακουφίσει τη δυσφορία του πιέζοντας για περισσότερη γονεϊκή προστασία και εξυπηρετήσεις. Ωστόσο, η αυξημένη προστασία και διευκόλυνση μπορεί στην πραγματικότητα να μειώσει την ικανότητά του να δρα ανεξάρτητα. Οι γονείς, με τη σειρά τους, νιώθουν υποχρεωμένοι να προστρέξουν στη σωτηρία του παιδιού τους, αλλά όσο περισσότερο το κάνουν, τόσο λιγότερο είναι ικανός να λειτουργήσει. Ανά περίπτωση, η ματαίωση μπορεί να οδηγήσει ένα γονιό να θέσει παρορμητικές και αυστηρές απαιτήσεις. Ο εξαρτώμενος ενήλικας απαντά με τον ίδιο τρόπο, μέσω ίσως ενός δείγματος βίας ή αυτοκτονικότητας, μετά το οποίο η παροδική έξαρση της «σκληρής γονεϊκής συμπεριφοράς» συνήθως υποχωρεί.  Η κλιμάκωση επομένως προσθέτει άλλο ένα γύρισμα της βίδας στην οικογενειακή παγίδα.
Πολυάριθμες θεωρητικές και κλινικές προσεγγίσεις έχουν προταθεί μέσα στα χρόνια για να περιγραφεί και να αντιμετωπιστεί η εξάρτηση μέσα στην οικογένεια. Εκεί που μεγάλο μέρος της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής έχουν τονίσει το αποδιοργανωμένο υποκείμενο και εστιάσει σε νοσολογικές κατηγορίες όπως η κατάθλιψη, το άγχος, ή η διαταραχή εξαρτητικής προσωπικότητας, οι προσεγγίσεις οικογενειακής θεραπείας όπως η Θεωρία Οικογενειακών Συστημάτων (Kerr & Bowen, 1988) και η Δομική Οικογενειακή Θεραπεία (S.Minuchin, 1974) έχουν εστιάσει στις διαπροσωπικές απόψεις της κατάστασης. Έννοιες όπως η ευελιξία και η ακαμψία της οικογενειακής δομής (Olson, 2011) και τα διαπροσωπικά όρια και οι συμμαχίες (P.Minuchin, 1985) έχουν προταθεί για να εξηγήσουν τη δυσλειτουργική συμπεριφορά των ατόμων μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο. Παρομοίως, οικογενειακά μοντέλα έχουν πάρει μια διαπροσωπική συστημική προσέγγιση για να αντιμετωπίσουν τέτοιες καταστάσεις, εστιάζοντας στο επικοινωνιακή και σχεσιακό κομμάτι παρά στο άτομο. Στο άρθρο αυτό, αντλούμε από τέτοιες μορφοποιήσεις και παρεκκλίνουμε από αυτές. Η AED μπορεί να συμβεί μόνο μέσα στο πλαίσιο ενός οικογενειακού (ή ανάλογου) συστήματος, αλλά η κλινική προσέγγιση προσπαθεί να προωθήσει την αλλαγή μέσω δουλειάς που γίνεται αποκλειστικά με τους γονείς. Ο στόχος είναι να δημιουργηθεί αλλαγή στο οικογενειακό σύστημα, μέσα από τις δράσεις μέρους αυτού του συστήματος.
Ένα άλλο πλαίσιο στο οποίο έχει διερευνηθεί διεξοδικά η φιλοξενία στις απαιτήσεις των δυσλειτουργικών συγγενών είναι αυτό της OCD. Η φιλοξενία της OCD (δηλ η παροχή επιβεβαίωσης, η συμμετοχή σε τελετουργικά) έχει συνδεθεί με πιο σοβαρά συμπτώματα (Merlo, Lehmkuhl, Geffken, & Storch, 2009), μεγαλύτερη δυσκολία (Storch et al., 2010), και χειρότερα αποτελέσματα θεραπείας (Ferro et al., 2006). Αν και η AED δεν συνδέεται απευθείας ειδικά με την OCD, η οικογενειακή φιλοξενία αποτελεί ένα σχετικό φαινόμενο γονέων που παρέχουν υπηρεσίες και πόρους που στην πραγματικότητα ενισχύουν τα δυσλειτουργικά συμπεριφορικά πρότυπα. Μερικές οικογένειες αναφέρουν συμπεριφορές καταναγκασμού από το άτομο με ΟCD που στοχεύουν να επιβάλλουν τη διευκόλυνση στους γονείς (Lebowitz, Omer, & Leckman, 2011; Lebowitz, Vitulano, & Omer, 2011; Lebowitz, Vitulano, Mataix-Cols, & Leckman, 2011). Επιπλέον, η έρευνα έχει υποδείξει την παρουσία σημαντικών πληθυσμών χρόνια δυσλειτουργικών νεαρών ενηλίκων με διάφορες διαγνωστικές κατηγορίες που θέτουν σημαντικό βάρος στον εαυτό τους και την κοινωνία (Pepper, Kirshner, & Ryglewicz, 2000). Η παρούσα μορφοποίηση εφαρμόζεται στην έννοια της διευκόλυνσης με εξαρτώμενους ενήλικες ανεξαρτήτως των διαγνωστικών κριτηρίων της OCD ή άλλων νοσολογικών κατηγοριών.
Βιβλιογραφία:
Arnett, J.J. (2007). Emerging adulthood: What is it, and what is it good for? Child Development Perspectives, 1(2), 68–73.
Aquilino, W.S. (1990). The likelihood of parent-adult child coresidence: Effects of family structure and parental characteristics. Journal of Marriage and Family, 52(2), 405–419.
Berrington, A., Stone, J., & Falkingham, J. (2009). The changing living arrangements of young adults in the UK (Vol. 27). Population Trends, 138, 27–37.
Collin, A., & Young, R.A. (2000). The future of career. New York: Cambridge University Press.
Ferro, Y., Shavitt, R., Bedin, N., de Mathis, M., Lopes, A., Fontenelle, L. et al. (2006). Clinical features associated to refractory obsessive-compulsive disorder. Journal of Affective Disorders, 94(1–3), 199–209.
Finlay, I., Sheridan, M., McKay, J., & Nudzor, H. (2010). Young people on the margins: In need
of more choices and more chances in twenty-first century Scotland. British Educational Research Journal, 36(5), 851–867.
Goldscheider, F.K., & Goldscheider, C. (1999). The changing transition to adulthood: Leaving and returning home. Thousand Oaks, CA: Sage Publications, Inc.
Giuliano, P. (2007). Living arrangements in western Europe: Does cultural origin matter? Journal of the European Economic Association, 5(5), 927–952.
Janne, P. (2007). Revisiting the “Tanguy” phenomenon: About retarded self-sufficiency in our
post-adolescent population. Therapie Familiale, 28(2), 167–180.
Kerr, M.E., & Bowen, M. (1988). Family evaluation: An approach based on Bowen theory (1st ed.). New York: Norton.
Lebowitz, E.R., Omer, H., & Leckman, J.F. (2011). Coercive and disruptive behaviors in pediatric obsessive–compulsive disorder. Depression and Anxiety, 28(10), 899–905.
Lebowitz, E.R., Vitulano, L.A., Mataix-Cols, D., & Leckman, J. (2011). When OCD takes over. . .the family! Coercive and disruptive behaviours and in paediatric obsessive compulsive disorder. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 21, 1249–1250.
Lebowitz, E.R., Vitulano, L.A., & Omer, H. (2011). Coercive and disruptive behaviors in pediatric obsessive compulsive disorder: A qualitative analysis. Psychiatry, 74(4), 362–369.
Malagon, A. (2010). ‘Hikikomori’: A new diagnosis or a syndrome associated with a psychiatric
diagnosis? International Journal of Social Psychiatry, 56(5), 558–559.
Merlo, L., Lehmkuhl, H., Geffken, G., & Storch, E. (2009). Decreased family accommodation
associated with improved therapy outcome in pediatric obsessive-compulsive disorder. Journal
of Consulting and Clinical Psychology, 77(2), 355–360.
Minuchin, P. (1985). Families and individual development: Provocations from the field of family
therapy. Child Development, 56(2), 289–302.
Minuchin, S. (1974). Families & family therapy. Cambridge, MA: Harvard University Press.
Ollefs, B., Schlippe, A.V., Omer, H., & Kritz, J. (2009). Youngsters with externalizing behavior
problems: Effects of parent training. Familiendynamik, 34(Journal Article), 256–265.
Olson, D. (2011). FACES IV and the Circumplex Model: Validation study. Journal of Marital and Family Therapy, 3(1), 64–80.
Omer, H. (2011). The new authority: Family, school, community. New York: Cambridge University Press.
Pepper, B., Kirshner, M.C., & Ryglewicz, H. (2000). The young adult chronic patient: Overview of a population. Psychiatric Services, 51(8), 989–995.
Ravanera, Z.R., Rajulton, F., & Burch, T.K. (1995). A cohort analysis of home-leaving in Canada, 1910-1975. Journal of Comparative Family Studies, 26(2), 179.
Schnaiberg, A., & Goldenberg, S. (1989). From empty nest to crowded nest: The dynamics of incompletely-launched young adults. Social Problems, 36, 251.
Settersten, R.A., Furstenberg, F.F., & Rumbaut, R.G. (2005). On the frontier of adulthood: Theory, research, and public policy. Chicago, IL: University of Chicago Press.
Shaw, M., & Black, D.W. (2008). Internet addiction: Definition, assessment, epidemiology and clinical management. CNS Drugs, 22(5), 353–365.
Storch, E., Larson, M., Muroff, J., Caporino, N., Geller, D., Reid, J. et al. (2010). Predictors of functional impairment in pediatric obsessive-compulsive disorder. Journal of Anxiety Disorders, 24(2), 275–283.
Teo, A.R. (2010). A new form of social withdrawal in Japan: A review of Hikikomori. International Journal of Social Psychiatry, 56(2), 175–185.
Twenge, J.M. (2006). Generation me: Why today’s young Americans are more confident, assertive, entitled–and more miserable than ever before. New York: Free Press.
White, L. (1994). Coresidence and leaving home—Young-adults and their parents. Annual
Review of Sociology, 20, 81–102.

Μετάφραση/προσαρμογή από το άρθρο: “Parent Training in Nonviolent Resistance for Adult Entitled Dependence”, των ELI LEBOWITZ, DAN DOLBERGER, EFI NORTOV, HAIM OMER, Family Process, vol 51: pp90–106, 2012.
Πηγή άρθρου: http://www.gkesisoglou.gr/2012/04/16/hikikomori/

Υπνοχάλαση


Υπνοχάλαση (όχι μέθη)
Η Υπνοχάλαση είναι μία πρωτοποριακή και ασφαλής μέθοδος αναισθησίας, η οποία εφαρμόζεται με επιτυχία στο νοσοκομείo “ΥΓΕΙΑ” από το 1993. Στόχος είναι η μέγιστη ασφάλεια η οποία επιδιώκεται σε δύο επίπεδα: 1) στην ασφαλή χορήγηση της τοπικής αναισθησίας (tumescent) και 2) στην ασφαλή ενδοφλέβια υποστήριξη (αναλυτική περιγραφή κατωτέρω). Το αναισθησιολογικό πρωτόκολλο που επεξεργάστηκε όλα αυτά τα χρόνια αποτελεί τροποποίηση-βελτίωση άλλων παρεμφερών μεθόδων που στη βιβλιογραφία περιγράφονται με διάφορες ονομασίες όπως π.χ. ενσυνείδητος καταστολή (conscious sedation), ελαφρά καταστολή (mild sedation) κλπ.
Η μέθοδος που ακολουθείται συνδυάζει την αποτελεσματική τοπική αναισθησία tumescent για την κατάργηση του πόνου στη περιοχή που χειρουργείται και την Υπνοχάλαση που δεν επιτρέπει στον ασθενή να αντιληφθεί την όλη διαδικασία.
Τονίζεται με έμφαση ότι ο ασθενής μπορεί να επιλέξει και να ζητήσει πριν το χειρουργείο, την κατάσταση στην οποία επιθυμεί να βρίσκεται κατά τη διάρκεια της επέμβασης ήτοι:
  • Κατάσταση κανονικού ύπνου και μηδενική αντίληψη των συμβαινόντων (disassociation)
  • Κατάσταση βαθειάς χαλάρωσης (deep relaxation) με δυνατότητα επικοινωνίας με το γιατρό και στοιχειώδη αντίληψη των συμβαινόντων χωρίς δυσάρεστη εμπειρία (ο ασθενής αδυνατεί να ανακαλέσει τι έγινε)
  • Σημαντική χαλάρωση με δυνατότητα επικοινωνίας με το γιατρό και κανονική αντίληψη των συμβαινόντων, χωρίς την παραμικρή αίσθηση πόνου ή ταλαιπωρίας κ.ά.
Αυτό εξασφαλίζεται εύκολα πρωτίστως με τον έλεγχο του ρυθμού χορήγησης του διαλύμματος.
Η Υπνοχάλαση διακρίνεται από άλλες παρόμοιες μεθόδους π.χ. καταστολή ή μέθη (deep sedation), από το ότι δεν προκαλεί καταστολή των ζωτικών λειτουργιών του οργανισμού, ήτοι της αναπνευστικής και καρδιακής λειτουργίας ή της αρτηριακής πίεσης. Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται ο πολύ υψηλός δείκτης ασφάλεια της μεθόδου.
Αυτό έχει αποδειχθεί από τη συνεχή καταγραφή των ζωτικών σημείων (κορεσμός Ο2 στο αίμα, σφύξεις, αρτηριακή πίεση), σε εκατοντάδες περιπτώσεις που έχει εφαρμοσθεί χωρίς καμία παρενέργεια ή επιπλοκή ακόμη και σε πολύωρες επεμβάσεις.
Με τον όρο Υπνοχάλαση εννοούμε την κατάσταση εκείνη, κατά την οποία ο ασθενής βρίσκεται είτε σε φυσικό ύπνο είτε σε κατάσταση σημαντικής ψυχικής-διανοητικής χαλάρωσης και κατά την οποία ενώ μπορεί να επικοινωνεί με διαύγεια, έχει περιορισμένη αντίληψη και αδιαφορία για τα συμβαίνοντα στο χώρο (εσωστρέφεια) δηλαδή πλήρη αποσύνδεση από το περιβάλλον (disassociation). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνει ότι έχει σχέση με την επέμβαση και ως εκ τούτου να μη θυμάται σχεδόν τίποτα από το χειρουργείο. Αυτό σε συνδυασμό με την κλινικώς εμφανή ψυχική ευφορία που αισθάνεται έχει σαν αποτέλεσμα ο ασθενής να μην καταγράφει καμία δυσάρεστη εμπειρία από το χειρουργείο.
Αυτό επιτυγχάνεται με την στάγδην ενδοφλέβια χορήγηση μέσω του ορού (από τον ειδικό αναισθησιολόγο), ενός αγχολυτικού – ηρεμιστικού φαρμάκου (μινταζολάμη) σε δοσολογία, αραίωση και ρυθμό χορήγησης τέτοιο που δεν επηρεάζει ιδαίτερα τα ζωτικά σημεία όπως αυτά καταγράφονται λεπτομερώς στο χειρουργείο μας. Σε αυτό το σημείο έγκειται η διαφορά της Υπνοχάλασης από τη γνωστή μέθοδο της νευροληπτο-αναλγησίας ή καταστολής (κοινώς μέθη), η οποία χαρακτηρίζεται από την άλλοτε άλλου βαθμού καταστολή των ζωτικών σημείων του οργανισμού.
Η ασφάλεια και ακινδυνότητα αυτής της μεθόδου, αλλά και άλλων παρόμοιων, έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά :
  1. Από την πολύχρονη επιτυχημένη εφαρμογή της σε εκατοντάδες περιπτώσεις στα νοσοκομεία «ΥΓΕΙΑ» και ΙΑΤΡΙΚΟ Αθηνών, όπου δεν καταγράδηκε καμία αναισθησιολογική επιπλοκή και
  2. Από πολλές επιστημονικές δημοσιεύσεις στην έγκυρη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία.
Η ακινδυνότητα εξασφαλίζεται μόνο αν τηρηθούν όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
  • Ελεγχόμενη δοσολογία του ή των χορηγουμένων φαρμάκων και υπερβολική αραίωση (50 έως 100 φορές)
  • Στάγδην ενδοφλέβια χορήγηση (μέσω του ορού) ώστε να ελέγχεται και να μην επηρεάζεται η οξυγόνωση του ασθενούς
  • Να υπάρχει συνεχής διεγχειρητική καταγραφή των ζωτικών σημείων (intraoperative monitoring)
  • Να υπάρχει πλήρης ετοιμότητα άμεσης ζωτικής υποστήριξης, δηλαδή έμπειρος αναισθησιολόγος και ο αναγκαίος εξοπλισμός
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται παγκοσμίως μια στροφή από πολλούς χειρουργούς στην υιοθέτηση παρόμοιων μεθόδων (1)(2)(3) και τούτο διότι παρέχουν:
  • Μέγιστη αναισθησιολογική ασφάλεια
  • Απουσία μετεγχειρητικών συμπτωμάτων
  • ‘Αμεση επιστροφή στις κοινωνικές και επαγγελματικές υποχρεώσεις
  • Όχι δυσάρεστη εμπειρία
  • Κατάργηση της νοσηλείας (ακόμα και της ημερήσιας νοσηλείας)
  • Μείωση των επιπλοκών
  • Σημαντική μείωση του κόστους
Η ασφάλεια που παρέχει η Υπνοχάλαση έδωσε την δυνατότητα να χειρουργηθούν πολλοί ασθενείς με σημαντικά προβλήματα υγείας όπως σοβαρή υπέρταση, επιληψία, σκλήρυνση κατά πλάκας αναπνευστικά, καρδιολογικά και άλλα συστηματικά νοσήματα, πολύ μικρά παιδιά ή υπερήλικες. Η απουσία ζωτικής καταστολής και βιολογικής καταπόνησης (stress) επιτρέπει τον περιορισμό των εξετάσεων προεγχειρητικού ελέγχου σε σχέση με αυτές που απαιτούνται στις μεθόδους γενικής αναισθησίας. Η μέθοδος αυτή καλύπτει την πλειοψηφία των περιπτώσεων Κοσμητικής αλλά και πολλές επεμβάσεις Επανορθωτικής χειρουργικής.
Η απουσία μετεγχειρητικών συμπτωμάτων (αδυναμία, ναυτία κ.λ.π.) που παρατηρούνται στην γενική αναισθησία, επιτρέπει την άμεση επιστροφή στις κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες
Οι χειρουργικές επεμβάσεις μπορούν να γίνουν μόνο με τοπική αναισθησία;
Δεν συνίσταται η πραγματοποίηση μεγάλων κοσμητικών χειρουργικών επεμβάσεων με τοπική και μόνο αναισθησία. Και αυτό διότι ακόμη και αν ο ασθενής δεν πονάει, καταγράφει αρνητικά βιώματα, έχει αντίληψη του χρόνου, ανησυχεί για την έκβαση του χειρουργείου, αισθάνεται άβολα, φοβάται και συνήθως περιγράφει την όλη κατάσταση ως μεγάλη ταλαιπωρία. Όχι σπάνια ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει σημαντικές μεταβολές στην αρτηριακή πίεση π.χ. υπέρταση ή σημαντική πτώση (καταπληξία ή collapsus), ταχυκαρδία ή αρρυθμία κλπ
Ποιά είναι η διαφορά της απλής τοπικής αναισθησίας από την “τοπική αναισθησία και Υπνοχάλαση”;
Στην τοπική αναισθησία με Υπνοχάλαση ο ασθενής βρίσκεται σε φυσικό ύπνο ή σε σημαντική ψυχική-διανοητική χαλάρωση και ευφορία. Οτιδήποτε βιώνει, το βιώνει θετικά και με ευχάριστη ανάμνηση. Δεν ανησυχεί για την έκβαση του χειρουργείου και για την ακρίβεια δεν το σκέφτεται καν (αποσύνδεση από το περιβάλλον). Οι περισσότεροι ασθενείς θυμούνται τις στιγμές της επέμβασης ως μία ευχάριστη εμπειρία.
Παράλληλα, στην Υπνοχάλαση υπάρχει περιορισμένη αντίληψη του χρόνου με συνέπεια ο ασθενής να θεωρεί ότι η όλη διαδικασία κράτησε λίγα λεπτά της ώρας ενώ στην πραγματικότητα ήταν 2-3 ώρες. Στις περισσότερες περιπτώσεις το τέλος της επέμβασης το εκλαμβάνουν ως αρχή.
Επίσης, αξίζει να αναφερθεί η ψυχική ηρεμία και ασφάλεια που προσφέρει αυτή η μέθοδος αφού δίνει την δυνατότητα στον ασθενή να συνομιλεί με τον γιατρό του.
Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι ασθενείς στην προσπάθειά τους να αποφασίσουν εάν θα πραγματοποιήσουν μία κοσμητική επέμβαση έρχονται αντιμέτωποι με την αρνητική στάση του στενού περιβάλλοντος και η άρνηση εντοπίζεται κυρίως στους κινδύνους της αναισθησίας. Άλλοι ασθενείς αποκλείονται γιατί αντιμετωπίζουν κάποιο, συνήθως όχι σοβαρό πρόβλημα υγείας και τέλος αρκετοί φοβούνται ή ανησυχούν για την αναισθησία. Η Yπνοχάλαση αποτελεί μοναδική ασφαλή διέξοδο σε αυτές τις περιπτώσεις.
(Πηγή προέλευσης: http://www.safe-surgery.gr/kainotomies/ypnohalasi/)